Definify.com
Definition 2025
τοσκανικός
τοσκανικός
Greek
Adjective
τοσκανικός • (toskanikós) m (feminine τοσκανική, neuter τοσκανικό)
Declension
positive forms of τοσκανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τοσκανικός | τοσκανική | τοσκανικό | τοσκανικοί | τοσκανικές | τοσκανικά |
genitive | τοσκανικού | τοσκανικής | τοσκανικού | τοσκανικών | τοσκανικών | τοσκανικών |
accusative | τοσκανικό | τοσκανική | τοσκανικό | τοσκανικούς | τοσκανικές | τοσκανικά |
vocative | τοσκανικέ | τοσκανική | τοσκανικό | τοσκανικοί | τοσκανικές | τοσκανικά |
Related terms
- see: Τοσκάνη f (Toskáni, “Tuscany”)