Definify.com

Definition 2024


Τρίτης

Τρίτης

See also: τρίτης

Greek

Noun

Τρίτης (Trítis) f

  1. Genitive singular form of Τρίτη (Tríti).

τρίτης

τρίτης

See also: Τρίτης

Greek

Adjective

τρίτης (trítis)

  1. Genitive feminine singular form of τρίτος (trítos).