Definify.com
Definition 2024
τραπεζογραμμάτια
τραπεζογραμμάτια
Greek
Noun
τραπεζογραμμάτια • (trapezogrammátia) n
- Nominative, accusative and vocative plural form of τραπεζογραμμάτιο (trapezogrammátio).
τραπεζογραμμάτια • (trapezogrammátia) n