Definify.com
Definition 2025
τραπεζογραμμάτιο
τραπεζογραμμάτιο
Greek
Noun
τραπεζογραμμάτιο • (trapezogrammátio) n (plural τραπεζογραμμάτια)
Declension
declension of τραπεζογραμμάτιο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | τραπεζογραμμάτιο | τραπεζογραμμάτια |
| genitive | τραπεζογραμματίου | τραπεζογραμματίων |
| accusative | τραπεζογραμμάτιο | τραπεζογραμμάτια |
| vocative | τραπεζογραμμάτιο | τραπεζογραμμάτια |
Synonyms
- χαρτονόμισμα n (chartonómisma)
Related terms
- see: τράπεζα f (trápeza, “bank”)
External links
-
Χαρτονόμισμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el