Definify.com
Definition 2024
χαρτονόμισμα
χαρτονόμισμα
Greek
Noun
χαρτονόμισμα • (chartonómisma) n (plural χαρτονομίσματα)
Declension
declension of χαρτονόμισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαρτονόμισμα | χαρτονομίσματα |
genitive | χαρτονομίσματος | χαρτονομισμάτων |
accusative | χαρτονόμισμα | χαρτονομίσματα |
vocative | χαρτονόμισμα | χαρτονομίσματα |
Synonyms
- (formal): τραπεζογραμμάτιο n (trapezogrammátio)
External links
- χαρτονόμισμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el