Definify.com
Definition 2024
τριπλάσιος
τριπλάσιος
Greek
Adjective
τριπλάσιος • (triplásios) m (feminine τριπλάσια, neuter τριπλάσιο)
Declension
positive forms of τριπλάσιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τριπλάσιος | τριπλάσια | τριπλάσιο | τριπλάσιοι | τριπλάσιες | τριπλάσια |
genitive | τριπλάσιου | τριπλάσιας | τριπλάσιου | τριπλάσιων | τριπλάσιων | τριπλάσιων |
accusative | τριπλάσιο | τριπλάσια | τριπλάσιο | τριπλάσιους | τριπλάσιες | τριπλάσια |
vocative | τριπλάσιε | τριπλάσια | τριπλάσιο | τριπλάσιοι | τριπλάσιες | τριπλάσια |
Related terms
- see: τρία (tría, “three”)
See also
- Greek number and measurement