Definify.com
Definition 2024
τροφοδοτικός
τροφοδοτικός
Greek
Adjective
τροφοδοτικός • (trofodotikós) m (feminine τροφοδοτική, neuter τροφοδοτικό)
- (electricity) relating to internal or external supply of electrical power
Declension
positive forms of τροφοδοτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τροφοδοτικός | τροφοδοτική | τροφοδοτικό | τροφοδοτικοί | τροφοδοτικές | τροφοδοτικά |
genitive | τροφοδοτικού | τροφοδοτικής | τροφοδοτικού | τροφοδοτικών | τροφοδοτικών | τροφοδοτικών |
accusative | τροφοδοτικό | τροφοδοτική | τροφοδοτικό | τροφοδοτικούς | τροφοδοτικές | τροφοδοτικά |
vocative | τροφοδοτικέ | τροφοδοτική | τροφοδοτικό | τροφοδοτικοί | τροφοδοτικές | τροφοδοτικά |
Related terms
- see: τροφοδοσία f (trofodosía, “supply”)