- ανθότυρο n (anthótyro, “cream cheese”)
- τριμμένο τυρί n (trimméno tyrí, “grated cheese”)
- Τυρινή f (Tyriní, “Sunday before Lent”)
- Τυροφάγος f (Tyrofágos, “Sunday before Lent”)
- τυρέμπορος m (tyrémporos, “cheese merchant”)
- τυριέρα f (tyriéra, “cheese plate”)
- τυροκαυτερή f (tyrokafterí, “cheese and onion salad”)
- τυροκομία f (tyrokomía, “cheese making”)
- τυροκομείο n (tyrokomeío, “dairy”)
- τυροκομικός (tyrokomikós, “dairy, cheese, cheese-making”) (adjective)
|
|
- τυροκομώ (tyrokomó, “to make cheese”)
- τυροκόμος m, f (tyrokómos, “cheesemaker”)
- τυροπιτάδικο n (tyropitádiko, “cheese pie shop”)
- τυρόγαλα f (tyrógala, “whey”)
- τυρόγαλο n (tyrógalo, “whey”)
- τυρόπηγμα n (tyrópigma, “curd”)
- τυρόπιτα f (tyrópita, “cheese pie”)
- τυρόφιλος m (tyrófilos, “cheese-lover”)
- Κυριακή της Τυροφάγου f (Kyriakí tis Tyrofágou, “Sunday before Lent”)
|