Definify.com
Definition 2024
τυρόπηγμα
τυρόπηγμα
Greek
Noun
τυρόπηγμα • (tyrópigma) n (plural τυροπήγματα)
Declension
declension of τυρόπηγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τυρόπηγμα | τυροπήγματα |
genitive | τυροπήγματος | τυροπηγμάτων |
accusative | τυρόπηγμα | τυροπήγματα |
vocative | τυρόπηγμα | τυροπήγματα |
Synonyms
- στάλπη f (stálpi)
Related terms
- see: τυρί n (tyrí, “cheese”)