Definify.com
Definition 2024
τυρρηνικός
τυρρηνικός
Greek
Adjective
τυρρηνικός • (tyrrinikós) m (feminine τυρρηνική, neuter τυρρηνικό)
Declension
positive forms of τυρρηνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τυρρηνικός | τυρρηνική | τυρρηνικό | τυρρηνικοί | τυρρηνικές | τυρρηνικά |
genitive | τυρρηνικού | τυρρηνικής | τυρρηνικού | τυρρηνικών | τυρρηνικών | τυρρηνικών |
accusative | τυρρηνικό | τυρρηνική | τυρρηνικό | τυρρηνικούς | τυρρηνικές | τυρρηνικά |
vocative | τυρρηνικέ | τυρρηνική | τυρρηνικό | τυρρηνικοί | τυρρηνικές | τυρρηνικά |
Related terms
- see: Τυρρηνία f (Tyrrinía, “Etruria”)