Definify.com
Definition 2024
υδροληψία
υδροληψία
Greek
Noun
υδροληψία • (ydrolipsía) f (plural υδροληψίες)
Declension
declension of υδροληψία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υδροληψία | υδροληψίες |
genitive | υδροληψίας | υδροληψιών |
accusative | υδροληψία | υδροληψίες |
vocative | υδροληψία | υδροληψίες |
Related terms
- στόμιο υδροληψίας n (stómio ydrolipsías, “fire hydrant”)