Definify.com
Definition 2024
υδρόβιος
υδρόβιος
Greek
Adjective
υδρόβιος • (ydróvios) m (feminine υδρόβια, neuter υδρόβιο)
- aquatic
- Ένα καλλιεργούμενο υδρόβιο φυτό.
- Α cultivated aquatic plant.
- Ένα καλλιεργούμενο υδρόβιο φυτό.
Declension
positive forms of υδρόβιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υδρόβιος | υδρόβια | υδρόβιο | υδρόβιοι | υδρόβιες | υδρόβια |
genitive | υδρόβιου | υδρόβιας | υδρόβιου | υδρόβιων | υδρόβιων | υδρόβιων |
accusative | υδρόβιο | υδρόβια | υδρόβιο | υδρόβιους | υδρόβιες | υδρόβια |
vocative | υδρόβιε | υδρόβια | υδρόβιο | υδρόβιοι | υδρόβιες | υδρόβια |
notes | the genitive plural form υδροβίων is more common |
Related terms
- υδραυλικός (ydravlikós, “hydraulic, water”)