Definify.com

Definition 2024


υδρόβιος

υδρόβιος

Greek

Adjective

υδρόβιος (ydróvios) m (feminine υδρόβια, neuter υδρόβιο)

  1. aquatic
    Ένα καλλιεργούμενο υδρόβιο φυτό.
    Α cultivated aquatic plant.

Declension

Related terms