Definify.com
Definition 2024
υπερκείμενο
υπερκείμενο
Greek
Noun
υπερκείμενο • (yperkeímeno) n (plural υπερκείμενα)
Declension
declension of υπερκείμενο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερκείμενο | υπερκείμενα |
genitive | υπερκειμένου | υπερκειμένων |
accusative | υπερκείμενο | υπερκείμενα |
vocative | υπερκείμενο | υπερκείμενα |
Related terms
- υπερκείμενος (yperkeímenos, “hypertext”)
External links
- υπερκείμενο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el