Definify.com
Definition 2024
υπερκείμενος
υπερκείμενος
Greek
Adjective
υπερκείμενος • (yperkeímenos) m (feminine υπερκείμενη, neuter υπερκείμενο)
Declension
positive forms of υπερκείμενος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπερκείμενος | υπερκείμενη | υπερκείμενο | υπερκείμενοι | υπερκείμενες | υπερκείμενα |
genitive | υπερκείμενου | υπερκείμενης | υπερκείμενου | υπερκείμενων | υπερκείμενων | υπερκείμενων |
accusative | υπερκείμενο | υπερκείμενη | υπερκείμενο | υπερκείμενους | υπερκείμενες | υπερκείμενα |
vocative | υπερκείμενε | υπερκείμενη | υπερκείμενο | υπερκείμενοι | υπερκείμενες | υπερκείμενα |
Related terms
- υπερκείμενο n (yperkeímeno, “hypertext”)