Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
υπεροχή
υπεροχή
Greek
Noun
υπεροχή
•
(
yperochí
)
f
advantage
(over)
superiority
,
supremacy
Declension
Declension of
υπεροχή
(
yperochí
)
singular
nominative
υπεροχή
genitive
υπεροχής
accusative
υπεροχή
vocative
υπεροχή
Similar Results