Definify.com
Definition 2024
υποαλλεργικού
υποαλλεργικού
Greek
Adjective
υποαλλεργικού • (ypoallergikoú)
- Genitive masculine singular form of υποαλλεργικός (ypoallergikós).
- Genitive neuter singular form of υποαλλεργικός (ypoallergikós).
υποαλλεργικού • (ypoallergikoú)