Definify.com
Definition 2024
υπογράμμιση
υπογράμμιση
Greek
Noun
υπογράμμιση • (ypográmmisi) f (plural υπογραμμίσεις)
- (typography) underline, underlining, underscore (line underneath text)
- (figuratively) emphasising, stressing
Declension
declension of υπογράμμιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπογράμμιση | υπογραμμίσεις |
genitive | υπογράμμισης / υπογραμμίσεως | υπογραμμίσεων |
accusative | υπογράμμιση | υπογραμμίσεις |
vocative | υπογράμμιση | υπογραμμίσεις |
Related terms
- see: υπογραμμίζω (ypogrammízo, “to underline, to underscore, to emphasise”)