Definify.com
Definition 2025
υπογραμμίζω
υπογραμμίζω
Greek
Verb
υπογραμμίζω • (ypogrammízo) (simple past υπογράμμισα)
- underline, underscore
- (figuratively) stress, emphasise
Conjugation
υπογραμμίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπογραμμίζω | υπογράμμιζα | θα υπογραμμίζω | να υπογραμμίζω | |
2s | υπογραμμίζεις | υπογράμμιζες | θα υπογραμμίζεις | να υπογραμμίζεις | υπογράμμιζε |
3s | υπογραμμίζει | υπογράμμιζε | θα υπογραμμίζει | να υπογραμμίζει | |
1p | υπογραμμίζουμε, υπογραμμίζομε | υπογραμμίζαμε | θα υπογραμμίζουμε, υπογραμμίζομε | να υπογραμμίζουμε, υπογραμμίζομε | |
2p | υπογραμμίζετε | υπογραμμίζατε | θα υπογραμμίζετε | να υπογραμμίζετε | υπογραμμίζετε |
3p | υπογραμμίζουν, υπογραμμίζουνε | υπογράμμιζαν, υπογραμμίζαν, υπογραμμίζανε | θα υπογραμμίζουν, υπογραμμίζουνε | να υπογραμμίζουν, υπογραμμίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | υπογραμμίσω | υπογράμμισα | θα υπογραμμίσω | να υπογραμμίσω | |
2s | υπογραμμίσεις | υπογράμμισες | θα υπογραμμίσεις | να υπογραμμίσεις | υπογράμμισε |
3s | υπογραμμίσει | υπογράμμισε | θα υπογραμμίσει | να υπογραμμίσει | |
1p | υπογραμμίσουμε, υπογραμμίσομε | υπογραμμίσαμε | θα υπογραμμίσουμε, υπογραμμίσομε | να υπογραμμίσουμε, υπογραμμίσομε | |
2p | υπογραμμίσετε | υπογραμμίσατε | θα υπογραμμίσετε | να υπογραμμίσετε | υπογραμμίστε |
3p | υπογραμμίσουν, υπογραμμίσουνε | υπογράμμισαν, υπογραμμίσαν, υπογραμμίσανε | θα υπογραμμίσουν, υπογραμμίσουνε | να υπογραμμίσουν, υπογραμμίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω υπογραμμίσει | είχα υπογραμμίσει | θα έχω υπογραμμίσει | να έχω υπογραμμίσει | |
2s | έχεις υπογραμμίσει | είχες υπογραμμίσει | θα έχεις υπογραμμίσει | να έχεις υπογραμμίσει | |
3s | έχει υπογραμμίσει | είχε υπογραμμίσει | θα έχει υπογραμμίσει | να έχει υπογραμμίσει | |
1p | έχουμε υπογραμμίσει | είχαμε υπογραμμίσει | θα έχουμε υπογραμμίσει | να έχουμε υπογραμμίσει | |
2p | έχετε υπογραμμίσει | είχατε υπογραμμίσει | θα έχετε υπογραμμίσει | να έχετε υπογραμμίσει | |
3p | έχουν υπογραμμίσει | είχαν υπογραμμίσει | θα έχουν υπογραμμίσει | να έχουν υπογραμμίσει | |
Participle: | υπογραμμίζοντας | Non-finite ‡ | υπογραμμίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- υπογράμμιση f (ypográmmisi, “underline, underscore”)
- υπογραμμιστής m (ypogrammistís, “highlighter”)