Definify.com
Definition 2024
υποπτεύομαι
υποπτεύομαι
Greek
Verb
υποπτεύομαι • (ypoptévomai) (simple past υποπτεύτηκα or υποπτεύθηκα, deponent)
- suspect, be suspicious of
Conjugation
υποπτεύομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | υποπτεύομαι | θα υποπτεύομαι | υποπτευόμουν, υποπτευόμουνα |
2nd person | υποπτεύεσαι | θα υποπτεύεσαι | υποπτευόσουν, υποπτευόσουνα | |
3rd person | υποπτεύεται | θα υποπτεύεται | υποπτευόταν, υποπτευότανε | |
1st person | pl | υποπτευόμαστε | θα υποπτευόμαστε | υποπτευόμασταν, υποπτευόμαστε2 |
2nd person | υποπτεύεστε, υποπτευόσαστε1 | θα υποπτεύεστε, υποπτευόσαστε1 | υποπτευόσασταν, υποπτευόσαστε2 | |
3rd person | υποπτεύονται | θα υποπτεύονται | υποπτεύονταν, υποπτευόντανε, υποπτευόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | υποπτευτώ, υποπτευθώ | θα υποπτευτώ, θα υποπτευθώ | υποπτεύτηκα, υποπτεύθηκα |
2nd person | υποπτευτείς, υποπτευθείς | θα υποπτευτείς, υποπτευθείς | υποπτεύτηκες, υποπτεύθηκες | |
3rd person | υποπτευτεί, υποπτευθεί | θα υποπτευτεί, υποπτευθεί | υποπτεύτηκε, υποπτεύθηκε | |
1st person | pl | υποπτευτούμε, υποπτευθούμε | θα υποπτευτούμε, υποπτευθούμε | υποπτευτήκαμε, υποπτευθήκαμε |
2nd person | υποπτευτείτε, υποπτευθείτε | θα υποπτευτείτε, υποπτευθείτε | υποπτευτήκατε, υποπτευθήκατε | |
3rd person | υποπτευτούν, υποπτευθούν, υποπτευτούνε, υποπτευθούνε | θα υποπτευτούν, θα υποπτευθούν, θα υποπτευτούνε, θα υποπτευθούνε | υποπτεύτηκαν, υποπτεύθηκαν, υποπτευτήκανε, υποπτευθήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | υποπτεύσου | |
2nd person | pl | —3 | υποπτευτείτε, υποπτευθείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω υποπτευτεί, έχεις υποπτευτεί έχει υποπτευτεί, …; έχω υποπτευθεί, έχεις υποπτευθεί έχει υποπτευθεί, … | |||
Future perfect | θα έχω υποπτευτεί, θα έχεις υποπτευτεί, θα έχει υποπτευτεί, …; θα έχω υποπτευθεί, θα έχεις υποπτευθεί, θα έχει υποπτευθεί, … | |||
Past perfect | είχα υποπτευτεί, είχες υποπτευτεί, είχε υποπτευτεί, … ; είχα υποπτευθεί, είχες υποπτευθεί, είχε υποπτευθεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||
Synonyms
- υποψιάζομαι (ypopsiázomai)
Related terms
- see: υποψία f (ypopsía, “suspicion”)