Definify.com
Definition 2024
υποτροφία
υποτροφία
Greek
Noun
υποτροφία • (ypotrofía) f (plural υποτροφίες)
- (education) scholarship (financial award to student)
Declension
declension of υποτροφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποτροφία | υποτροφίες |
genitive | υποτροφίας | υποτροφιών |
accusative | υποτροφία | υποτροφίες |
vocative | υποτροφία | υποτροφίες |
Related terms
- υπότροφος m, f (ypótrofos, “scholar”)
See also
- γνώση f (gnósi, “scholarship, knowledge”)