Definify.com
Definition 2024
υπότροφος
υπότροφος
See also: ὑπότροφος
Greek
Adjective
υπότροφος • (ypótrofos) m (feminine υπότροφη, neuter υπότροφο)
- related to a scholar or a scholarship
Declension
positive forms of υπότροφος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπότροφος | υπότροφη | υπότροφο | υπότροφοι | υπότροφες | υπότροφα |
genitive | υπότροφου | υπότροφης | υπότροφου | υπότροφων | υπότροφων | υπότροφων |
accusative | υπότροφο | υπότροφη | υπότροφο | υπότροφους | υπότροφες | υπότροφα |
vocative | υπότροφε | υπότροφη | υπότροφο | υπότροφοι | υπότροφες | υπότροφα |
Related terms
- υποτροφία f (ypotrofía, “scholarship”)
Noun
υπότροφος • (ypótrofos) m, f (plural υπότροφοι)
- (education) scholar (holder of a scholarship)
Declension
declension of υπότροφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπότροφος | υπότροφοι |
genitive | υπότροφου / υποτρόφου | υπότροφων / υποτρόφων |
accusative | υπότροφο | υπότροφους / υποτρόφους |
vocative | υπότροφε | υπότροφοι |
Related terms
- υποτροφία f (ypotrofía, “scholarship”)