Definify.com
Definition 2025
υπόκλιση
υπόκλιση
Greek
Noun
υπόκλιση • (ypóklisi) f (plural υποκλίσεις)
Declension
declension of υπόκλιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπόκλιση | υποκλίσεις |
genitive | υπόκλισης / υποκλίσεως | υποκλίσεων |
accusative | υπόκλιση | υποκλίσεις |
vocative | υπόκλιση | υποκλίσεις |