Definify.com
Definition 2024
φαγώσιμος
φαγώσιμος
Greek
Adjective
φαγώσιμος • (fagósimos) m (feminine φαγώσιμη, neuter φαγώσιμο)
Declension
positive forms of φαγώσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φαγώσιμος | φαγώσιμη | φαγώσιμο | φαγώσιμοι | φαγώσιμες | φαγώσιμα |
genitive | φαγώσιμου | φαγώσιμης | φαγώσιμου | φαγώσιμων | φαγώσιμων | φαγώσιμων |
accusative | φαγώσιμο | φαγώσιμη | φαγώσιμο | φαγώσιμους | φαγώσιμες | φαγώσιμα |
vocative | φαγώσιμε | φαγώσιμη | φαγώσιμο | φαγώσιμοι | φαγώσιμες | φαγώσιμα |
Related terms
- φαγώσιμα n pl (fagósima, “provisions, groceries”)