Definify.com
Definition 2024
φαινομενικές
φαινομενικές
Greek
Adjective
φαινομενικές • (fainomenikés)
- Nominative feminine plural form of φαινομενικός (fainomenikós).
- Accusative feminine plural form of φαινομενικός (fainomenikós).
- Vocative feminine plural form of φαινομενικός (fainomenikós).