Definify.com
Definition 2024
φαινομενικός
φαινομενικός
Greek
Adjective
φαινομενικός • (fainomenikós) m (feminine φαινομενική, neuter φαινομενικό)
Declension
positive forms of φαινομενικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φαινομενικός | φαινομενική | φαινομενικό | φαινομενικοί | φαινομενικές | φαινομενικά |
genitive | φαινομενικού | φαινομενικής | φαινομενικού | φαινομενικών | φαινομενικών | φαινομενικών |
accusative | φαινομενικό | φαινομενική | φαινομενικό | φαινομενικούς | φαινομενικές | φαινομενικά |
vocative | φαινομενικέ | φαινομενική | φαινομενικό | φαινομενικοί | φαινομενικές | φαινομενικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φαινομενικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φαινομενικός, etc.) |