Definify.com

Definition 2024


φαινομενικοί

φαινομενικοί

Greek

Adjective

φαινομενικοί (fainomenikoí)

  1. Nominative masculine plural form of φαινομενικός (fainomenikós).
  2. Vocative masculine plural form of φαινομενικός (fainomenikós).