Definify.com

Definition 2024


φαινομενικό

φαινομενικό

Greek

Adjective

φαινομενικό (fainomenikó)

  1. Accusative masculine singular form of φαινομενικός (fainomenikós).
  2. Nominative neuter singular form of φαινομενικός (fainomenikós).
  3. Accusative neuter singular form of φαινομενικός (fainomenikós).
  4. Vocative neuter singular form of φαινομενικός (fainomenikós).