Definify.com
Definition 2024
φαινυλαλανίνη
φαινυλαλανίνη
Greek
Noun
φαινυλαλανίνη • (fainylalaníni) f
Declension
Declension of φαινυλαλανίνη (fainylalaníni)
singular | |
---|---|
nominative | φαινυλαλανίνη |
genitive | φαινυλαλανίνης |
accusative | φαινυλαλανίνη |
vocative | φαινυλαλανίνη |
Coordinate terms
- Amino acids (appendix)
External links
- φαινυλαλανίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el