Definify.com
Definition 2024
φαστφουντάδικο
φαστφουντάδικο
Greek
Noun
φαστφουντάδικο • (fastfountádiko) n (plural φαστφουντάδικα)
Declension
declension of φαστφουντάδικο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φαστφουντάδικο | φαστφουντάδικα |
genitive | φαστφουντάδικου | φαστφουντάδικων |
accusative | φαστφουντάδικο | φαστφουντάδικα |
vocative | φαστφουντάδικο | φαστφουντάδικα |
Synonyms
- ταχυφαγείο n (tachyfageío)