Definify.com
Definition 2024
φατνιακός
φατνιακός
Greek
Adjective
φατνιακός • (fatniakós) m (feminine φατνιακή, neuter φατνιακό)
- (anatomy) relating to tooth sockets
- (linguistics) alveolar (formed with the tip of the tongue touching the inner ridge of the gums of the upper front teeth)
Declension
positive forms of φατνιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | φατνιακός | φατνιακή | φατνιακό | φατνιακοί | φατνιακές | φατνιακά |
genitive | φατνιακού | φατνιακής | φατνιακού | φατνιακών | φατνιακών | φατνιακών |
accusative | φατνιακό | φατνιακή | φατνιακό | φατνιακούς | φατνιακές | φατνιακά |
vocative | φατνιακέ | φατνιακή | φατνιακό | φατνιακοί | φατνιακές | φατνιακά |