Definify.com
Definition 2024
φοροδιαφυγή
φοροδιαφυγή
Greek
Noun
φοροδιαφυγή • (forodiafygí) f (uncountable)
Declension
Declension of φοροδιαφυγή (forodiafygí)
singular | |
---|---|
nominative | φοροδιαφυγή |
genitive | φοροδιαφυγής |
accusative | φοροδιαφυγή |
vocative | φοροδιαφυγή |
External links
- φοροδιαφυγή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el