Definify.com
Definition 2024
φραγμός
φραγμός
Greek
Noun
φραγμός • (fragmós) n (plural φραγμοί)
- (chiefly figuratively) restraint, barrier in anything, mainly in feelings, expressions etc.
- Δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό να ξελογιάσει τη γυναίκα σου.
- Den échei kanéna ithikó fragmó na xelogiásei ti gynaíka sou.
- He doesn't have any moral restraint in seducing your wife.
- Δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό να ξελογιάσει τη γυναίκα σου.
Declension
declension of φραγμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φραγμός | φραγμοί |
genitive | φραγμού | φραγμών |
accusative | φραγμό | φραγμούς |
vocative | φραγμέ | φραγμοί |
Related terms
- φράγμα n (frágma, “dam, barrier”)