Definify.com
Definition 2024
φραστικός
φραστικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /ɸrastikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /frastikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /fɾastikós/
Adjective
φραστικός • (phrastikós) m (feminine φραστική, neuter φραστικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of φραστικός, φραστική, φραστικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | φραστικός | φραστική | φραστικόν | φραστικώ | φραστικᾱ́ | φραστικώ | φραστικοί | φραστικαί | φραστικᾰ́ | |||
Genitive | φραστικοῦ | φραστικῆς | φραστικοῦ | φραστικοῖν | φραστικαῖν | φραστικοῖν | φραστικῶν | φραστικῶν | φραστικῶν | |||
Dative | φραστικῷ | φραστικῇ | φραστικῷ | φραστικοῖν | φραστικαῖν | φραστικοῖν | φραστικοῖς | φραστικαῖς | φραστικοῖς | |||
Accusative | φραστικόν | φραστικήν | φραστικόν | φραστικώ | φραστικᾱ́ | φραστικώ | φραστικούς | φραστικᾱ́ς | φραστικᾰ́ | |||
Vocative | φραστικέ | φραστική | φραστικόν | φραστικώ | φραστικᾱ́ | φραστικώ | φραστικοί | φραστικαί | φραστικᾰ́ | |||
References
- φραστικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «φραστικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette