Definify.com
Definition 2024
φτερό
φτερό
Greek
Noun
φτερό • (fteró) n (plural φτερά)
Declension
declension of φτερό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φτερό | φτερά |
genitive | φτερού | φτερών |
accusative | φτερό | φτερά |
vocative | φτερό | φτερά |
Synonyms
- πούπουλο n (poúpoulo, “down, soft feather”)
See also
- αντιπτέριση f (antiptérisi, “badminton”)
- μπάντμιντον n (bántminton, “badminton”)