Definify.com
Definition 2024
αντιπτέριση
αντιπτέριση
Greek
Noun
αντιπτέριση • (antiptérisi) n (uncountable)
Declension
Declension of αντιπτέριση (antiptérisi)
singular | |
---|---|
nominative | αντιπτέριση |
genitive | αντιπτέρισης |
accusative | αντιπτέριση |
vocative | αντιπτέριση |
Synonyms
- μπάντμιντον n (bántminton)
See also
- φτερό n (fteró, “shuttlecock, feather”)
External links
- αντιπτέριση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el