Definify.com
Definition 2024
φυλάκιση
φυλάκιση
Greek
Noun
φυλάκιση • (fylákisi) f (plural φυλακίσεις)
Declension
declension of φυλάκιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φυλάκιση | φυλακίσεις |
genitive | φυλάκισης / φυλακίσεως | φυλακίσεων |
accusative | φυλάκιση | φυλακίσεις |
vocative | φυλάκιση | φυλακίσεις |
Related terms
- see: φυλακή f (fylakí, “prison”)
Synonyms
- κράτηση f (krátisi, “confinement, booking”)