Definify.com

Definition 2024


φυλλοειδής

φυλλοειδής

Greek

Adjective

φυλλοειδής (fylloeidís) m (feminine φυλλοειδής, neuter φυλλοειδές)

  1. leaflike, foliate

Declension

Synonyms

  • φυλλώδης (fyllódis)

Related terms