Definify.com
Definition 2024
χαιρετισμός
χαιρετισμός
Greek
Noun
χαιρετισμός • (chairetismós) m (plural χαιρετισμοί)
Declension
declension of χαιρετισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαιρετισμός | χαιρετισμοί |
genitive | χαιρετισμού | χαιρετισμών |
accusative | χαιρετισμό | χαιρετισμούς |
vocative | χαιρετισμέ | χαιρετισμοί |
Related terms
- χαίρετε (chaírete, “hello, goodbye”)
- and see: χαιρετώ (chairetó, “to greet”)
See also
- χαίρω πολύ (chaíro polý, “pleased to meet you”)