Definify.com
Definition 2024
χαιρετώ
χαιρετώ
Greek
Alternative forms
- χαιρετάω (chairetáo)
Verb
χαιρετώ • (chairetó) (simple past χαιρέτησα, passive form χαιρετιέμαι)
Conjugation
χαιρετώ, χαιρετάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | χαιρετώ, χαιρετάω | χαιρετούσα, χαιρέταγα | θα χαιρετώ, θα χαιρετάω | να χαιρετώ, να χαιρετάω | |
2s | χαιρετάς | χαιρετούσες, χαιρέταγες | θα χαιρετάς | να χαιρετάς | χαιρέτα |
3s | χαιρετά, χαιρετάει | χαιρετούσε, χαιρέταγε | θα χαιρετά, θα χαιρετάει | να χαιρετά, να χαιρετάει | |
1p | χαιρετούμε, χαιρετάμε | χαιρετούσαμε, χαιρετάγαμε | θα χαιρετούμε, θα χαιρετάμε | να χαιρετούμε, να χαιρετάμε | |
2p | χαιρετάτε | χαιρετούσατε, χαιρετάγατε | θα χαιρετάτε | να χαιρετάτε | χαιρετάτε |
3p | χαιρετούν, χαιρετούνε, χαιρετάνε, χαιρετάν | χαιρετούσαν, χαιρετούσανε, χαιρέταγαν, χαιρετάγανε | θα χαιρετούν, θα χαιρετούνε, θα χαιρετάνε, θα χαιρετάν | να χαιρετούν, να χαιρετούνε, να χαιρετάνε, να χαιρετάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | χαιρετήσω | χαιρέτησα | θα χαιρετήσω | να χαιρετήσω | |
2s | χαιρετήσεις | χαιρέτησες | θα χαιρετήσεις | να χαιρετήσεις | χαιρέτησε |
3s | χαιρετήσει | χαιρέτησε | θα χαιρετήσει | να χαιρετήσει | |
1p | χαιρετήσουμε, χαιρετήσομε | χαιρετήσαμε | θα χαιρετήσουμε, θα χαιρετήσομε | να χαιρετήσουμε, να χαιρετήσομε | |
2p | χαιρετήσετε | χαιρετήσατε | θα χαιρετήσετε | να χαιρετήσετε | χαιρετήστε |
3p | χαιρετήσουν, χαιρετήσουνε | χαιρέτησαν, χαιρετήσανε, χαιρετήσαν | θα χαιρετήσουν, θα χαιρετήσουνε | να χαιρετήσουν, να χαιρετήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω χαιρετήσει | είχα χαιρετήσει | θα έχω χαιρετήσει | να έχω χαιρετήσει | |
2s | έχεις χαιρετήσει | είχες χαιρετήσει | θα έχεις χαιρετήσει | να έχεις χαιρετήσει | |
3s | έχει χαιρετήσει | είχε χαιρετήσει | θα έχει χαιρετήσει | να έχει χαιρετήσει | |
1p | έχουμε χαιρετήσει | είχαμε χαιρετήσει | θα έχουμε χαιρετήσει | να έχουμε χαιρετήσει | |
2p | έχετε χαιρετήσει | είχατε χαιρετήσει | θα έχετε χαιρετήσει | να έχετε χαιρετήσει | |
3p | έχουν χαιρετήσει | είχαν χαιρετήσει | θα έχουν χαιρετήσει | να έχουν χαιρετήσει | |
Participle: | χαιρετώντας | Non-finite ‡ | χαιρετήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αποχαιρετώ (apochairetó, “to say goodbye”)
- χαιρετίζω (chairetízo, “to say hello to”)
- χαίρω (chaíro, “to be happy”)
- χαιρετισμός m (chairetismós, “greeting, salute”)
- χαίρω πολύ (chaíro polý, “pleased to meet you”)