Definify.com
Definition 2024
χαμηλοβλεπούσα
χαμηλοβλεπούσα
Greek
Noun
χαμηλοβλεπούσα • (chamilovlepoúsa) f (plural χαμηλοβλεπούσες)
- (colloquial, humorous) shrinking violet (very shy woman, who figuratively won't even look anyone in the eye)
- Νομίζει ότι το να παίζει την χαμηλοβλέπουσα έλκει τους άνδρες. ― Nomízei óti to na paízei tin chamilovlépousa élkei tous ándres. ― She thinks that acting the shrinking violet attracts men.
Declension
declension of χαμηλοβλεπούσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαμηλοβλεπούσα | χαμηλοβλεπούσες |
genitive | χαμηλοβλεπούσας | — |
accusative | χαμηλοβλεπούσα | χαμηλοβλεπούσες |
vocative | χαμηλοβλεπούσα | χαμηλοβλεπούσες |
Synonyms
- ντροπαλή f (dropalí, “shy woman”)
- σεμνότυφη f (semnótyfi, “prude”)