Definify.com
Definition 2024
χαμηλοβλεπούσες
χαμηλοβλεπούσες
Greek
Noun
χαμηλοβλεπούσες • (chamilovlepoúses) f
- Nominative plural form of χαμηλοβλεπούσα (chamilovlepoúsa).
- Accusative plural form of χαμηλοβλεπούσα (chamilovlepoúsa).
- Vocative plural form of χαμηλοβλεπούσα (chamilovlepoúsa).