Definify.com
Definition 2024
χειροκίνητος
χειροκίνητος
Greek
Adjective
χειροκίνητος • (cheirokínitos) m (feminine χειροκίνητη, neuter χειροκίνητο)
Declension
positive forms of χειροκίνητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χειροκίνητος | χειροκίνητη | χειροκίνητο | χειροκίνητοι | χειροκίνητες | χειροκίνητα |
genitive | χειροκίνητου | χειροκίνητης | χειροκίνητου | χειροκίνητων | χειροκίνητων | χειροκίνητων |
accusative | χειροκίνητο | χειροκίνητη | χειροκίνητο | χειροκίνητους | χειροκίνητες | χειροκίνητα |
vocative | χειροκίνητε | χειροκίνητη | χειροκίνητο | χειροκίνητοι | χειροκίνητες | χειροκίνητα |