Definify.com
Definition 2025
χειροκίνητος
χειροκίνητος
Greek
Adjective
χειροκίνητος • (cheirokínitos) m (feminine χειροκίνητη, neuter χειροκίνητο)
Declension
positive forms of χειροκίνητος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | χειροκίνητος | χειροκίνητη | χειροκίνητο | χειροκίνητοι | χειροκίνητες | χειροκίνητα |
| genitive | χειροκίνητου | χειροκίνητης | χειροκίνητου | χειροκίνητων | χειροκίνητων | χειροκίνητων |
| accusative | χειροκίνητο | χειροκίνητη | χειροκίνητο | χειροκίνητους | χειροκίνητες | χειροκίνητα |
| vocative | χειροκίνητε | χειροκίνητη | χειροκίνητο | χειροκίνητοι | χειροκίνητες | χειροκίνητα |