Definify.com
Definition 2024
χειροσφαίριση
χειροσφαίριση
Greek
Noun
χειροσφαίριση • (cheirosfaírisi) f (uncountable)
Declension
Declension of χειροσφαίριση (cheirosfaírisi)
singular | |
---|---|
nominative | χειροσφαίριση |
genitive | χειροσφαίρισης / χειροσφαιρίσεως |
accusative | χειροσφαίριση |
vocative | χειροσφαίριση |
See also
- μπιτς βόλεϊ n (bits vóleï, “beach volleyball”)
- πετοσφαίριση f (petosfaírisi, “volleyball”)
External links
- χειροσφαίριση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el