Definify.com
Definition 2024
χημεία
χημεία
Greek
Noun
χημεία • (chimeía) f (uncountable)
Declension
Declension of χημεία (chimeía)
Derived terms
- χημείο n (chimeío, “chemistry laboratory”)
- χημικός m, f (chimikós, “chemist”)
- χημική αντίδραση m, f (chimikí antídrasi, “chemical reaction”)
- χημειοθεραπεία f (chimeiotherapeía, “chemotherapy”)