Definify.com
Definition 2024
χιλιόμετρο
χιλιόμετρο
Greek
Noun
χιλιόμετρο • (chiliómetro) n (plural χιλιόμετρα)
Declension
declension of χιλιόμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χιλιόμετρο | χιλιόμετρα |
genitive | χιλιομέτρου | χιλιομέτρων |
accusative | χιλιόμετρο | χιλιόμετρα |
vocative | χιλιόμετρο | χιλιόμετρα |
Related terms
- χιλιόμετρο n (chiliómetro, “kilometre”)
External links
- χιλιόμετρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el