Definify.com
Definition 2024
χονδρικός
χονδρικός
See also: χοντρικός
Greek
Adjective
χονδρικός • (chondrikós) m (feminine χονδρική, neuter χονδρικό)
- (anatomy) cartilaginous, relating to cartilage
- as a whole, approximate
Declension
positive forms of χονδρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χονδρικός | χονδρική | χονδρικό | χονδρικοί | χονδρικές | χονδρικά |
genitive | χονδρικού | χονδρικής | χονδρικού | χονδρικών | χονδρικών | χονδρικών |
accusative | χονδρικό | χονδρική | χονδρικό | χονδρικούς | χονδρικές | χονδρικά |
vocative | χονδρικέ | χονδρική | χονδρικό | χονδρικοί | χονδρικές | χονδρικά |
Related terms
- χόνδρος m (chóndros, “cartilage”)
External links
- χονδρικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el