Definify.com
Definition 2025
χρεωστική_κάρτα
χρεωστική κάρτα
Greek
Noun
χρεωστική κάρτα • (chreostikí kárta) f (plural χρεωστικές κάρτες)
Declension
- see: χρεωστικός (chreostikós) and κάρτα (kárta)
Related terms
- πιστωτική κάρτα f (pistotikí kárta, “credit card”)