Definify.com
Definition 2025
χρεωστικός
χρεωστικός
Greek
Adjective
χρεωστικός • (chreostikós) m (feminine χρεωστική, neuter χρεωστικό)
Declension
positive forms of χρεωστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χρεωστικός | χρεωστική | χρεωστικό | χρεωστικοί | χρεωστικές | χρεωστικά |
genitive | χρεωστικού | χρεωστικής | χρεωστικού | χρεωστικών | χρεωστικών | χρεωστικών |
accusative | χρεωστικό | χρεωστική | χρεωστικό | χρεωστικούς | χρεωστικές | χρεωστικά |
vocative | χρεωστικέ | χρεωστική | χρεωστικό | χρεωστικοί | χρεωστικές | χρεωστικά |
Derived terms
- χρεωστική κάρτα f (chreostikí kárta, “debit card”)