Definify.com
Definition 2024
χριστουγεννιάτικος
χριστουγεννιάτικος
Greek
Adjective
χριστουγεννιάτικος • (christougenniátikos) m (feminine χριστουγεννιάτικη, neuter χριστουγεννιάτικο)
- Christmas (relating to the occasion)
Declension
positive forms of χριστουγεννιάτικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χριστουγεννιάτικος | χριστουγεννιάτικη | χριστουγεννιάτικο | χριστουγεννιάτικοι | χριστουγεννιάτικες | χριστουγεννιάτικα |
genitive | χριστουγεννιάτικου | χριστουγεννιάτικης | χριστουγεννιάτικου | χριστουγεννιάτικων | χριστουγεννιάτικων | χριστουγεννιάτικων |
accusative | χριστουγεννιάτικο | χριστουγεννιάτικη | χριστουγεννιάτικο | χριστουγεννιάτικους | χριστουγεννιάτικες | χριστουγεννιάτικα |
vocative | χριστουγεννιάτικε | χριστουγεννιάτικη | χριστουγεννιάτικο | χριστουγεννιάτικοι | χριστουγεννιάτικες | χριστουγεννιάτικα |
Related terms
- Χριστούγεννα n pl (Christoúgenna, “Christmas”)
- χριστουγεννιάτικη κάρτα f (christougenniátiki kárta, “Christmas card”)