Definify.com
Definition 2024
χωρητικότητα
χωρητικότητα
Greek
Noun
χωρητικότητα • (choritikótita) f (plural χωρητικότητες)
Declension
declension of χωρητικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χωρητικότητα | χωρητικότητες |
genitive | χωρητικότητας | χωρητικοτήτων |
accusative | χωρητικότητα | χωρητικότητες |
vocative | χωρητικότητα | χωρητικότητες |
Related terms
- ηλεκτρική χωρητικότητα f (ilektrikí choritikótita, “electrical capacitance”)
Synonyms
- (volume): όγκος f (ónkos)
See also
- φαράντ n (faránt, “farad”) (the SI unit of capacitance)
External links
- χωρητικότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el